διάλεκτος

διάλεκτος
Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά, λεξιλογικά ή μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά. Μπορεί ακόμα να υποδηλώνει γενικότερα ένα μέλος μιας γλωσσικής οικογένειας, που προέρχεται από τη διάσπαση μιας γλώσσας η οποία αρχικά ήταν περισσότερο ή λιγότερο ομοιόμορφη. Ορισμένοι μελετητές επιχείρησαν να ορίσουν με αυστηρά γλωσσολογικά κριτήρια ένα ζήτημα που κατά μεγάλο μέρος είναι κοινωνιολογικό ή και πολιτικό. Έτσι, θέλησαν να ορίσουν την έννοια της δ. με βάση την αμοιβαία κατανόηση: διαλεκτικές είναι οι παραλλαγές ή τα διαφορετικά ιδιώματα μιας γλώσσας, μεταξύ των οποίων υπάρχει αμοιβαία κατανόηση. Σύμφωνα όμως με την αντίληψη αυτή, η βενετική και η σικελική δεν θα πρέπει να θεωρούνται ιταλικές δ., γιατί ο Βενετός δεν καταλαβαίνει καθόλου τον Σικελό όταν μιλά τη δ. του. Αντίθετα, θα έπρεπε να ονομάζονται σλαβικές δ. η σλοβακική, η ρωσική και η ουκρανική γλώσσα, στις οποίες ο βαθμός αμοιβαίας κατανόησής τους είναι υψηλός. Άλλοι μελετητές επιχείρησαν να αντιδιαστείλουν τη γλώσσα, που είναι μία σταθερή γλωσσική μορφή και η χρήση της διέπεται από ένα σύστημα κανόνων, από τη δ., δηλαδή από μία γλωσσική μορφή που είναι διαφορετική από τόπο σε τόπο. Δεν υπάρχει όμως γλωσσικό ιδίωμα χωρίς κανόνες· απλώς, μία εθνική γλώσσα συνεπάγεται τη διάδοση ενός κανονιστικού συστήματος σε ευρύτερη κλίμακα, κυρίως χάρη στο γεγονός ότι γράφεται, στην πυκνότητα των επικοινωνιών που τη χρησιμοποιούν ως μέσο και στην ευρύτερη χρήση της μορφής της. Όταν μία δ. χρησιμοποιηθεί κανονικά στα δικαστήρια, στην αγορά, στην εκκλησία, στο σχολείο, θα δημιουργηθεί, πλάι στο αυστηρά τοπικό ιδίωμα, μια γλωσσική μορφή περισσότερο ή λιγότερο ομοιογενής που θα διαδοθεί σε μεγαλύτερη ή μικρότερη εδαφική έκταση. Έτσι η αλαμανική δ. της Ελβετίας (η ελβετική γερμανική) είναι, όπως και η σουηβική και η αλσατική, μία τοπική αλλά ταυτόχρονα και διεπαρχική δ.: εκτός από τις παμπάλαιες παραλλαγές (όπως για παράδειγμα το ιδίωμα του Βαλέ), που στην πραγματικότητα είναι ακατανόητες από τους κατοίκους άλλων περιοχών, υπάρχει μία διαλεκτική μορφή κοινής χρήσης, προφορικής και γραπτής. Για τον γλωσσολόγο δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ μιας γλώσσας και μιας δ. και έτσι ένα πρόσωπο που μιλά μια εθνική και μια τοπική γλώσσα δεν θα πρέπει να ονομαστεί δίγλωσσο. Επίσης, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ονομάζεται δ. η προβηγκιανή ή η κορσικανική στη Γαλλία, από τη στιγμή που θα ονομάζεται γλώσσα η βρετονική ή η βασκική· και δεν θα έπρεπε να προβληθεί ως επιχείρημα το γεγονός ότι η βρετονική και η βασκική δεν προέρχονται από τα λατινικά και πως για τον λόγο αυτό η διαφορά τους από τη γαλλική γλώσσα είναι πιο βαθιά. Δεν θα πρέπει, επίσης, να χρησιμοποιείται μια ορολογία η οποία συγχέει τις συναισθηματικές θεωρήσεις και τα επιστημονικά προβλήματα: συχνά, ιδίως σε μια χώρα με συγκεντρωτικό σύστημα όπως η Γαλλία, ο όρος δ. (dialecte) έχει υποτιμητικό χαρακτήρα, γεγονός που δεν ισχύει ούτε με τον αγγλικό όρο dialect (που είναι ευρύτατα αποδεκτός) ούτε με τον γερμανικό mundart. Όσο για τον γαλλικό όρο patois χρησιμοποιείται είτε θετικά είτε περιφρονητικά και αφορά πάντοτε ένα τοπικό ιδίωμα. Έτσι οι γλωσσολόγοι κατέληξαν στο σημείο να δίνουν μόνο έναν ορισμό, που να ισχύει εντός σαφώς καθορισμένων πλαισίων: αν πρόκειται να μελετηθεί η εξέλιξη μιας γλώσσας και ο χωρισμός της σε κλάδους, τότε επιτρέπεται να γίνεται λόγος για δ. Με την έννοια αυτή η αγγλική, η φρισική, η γερμανική, η σουηδική κλπ. είναι γερμανικές δ. Αν στόχος είναι η μελέτη των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ των γλωσσικών ιδιωμάτων από θεσμική άποψη, θα μπορούμε να ονομαστεί εθνική, επίσημη, φορέας πολιτισμού, διοικητική κλπ. η γλώσσα που χρησιμοποιείται σε αυτές τις ορισμένες περιστάσεις (στο σχολείο, στη διοίκηση, στην αγορά, στο δικαστήριο, εκτός των συνόρων της κοινότητας, της ενορίας, της επαρχίας) και θα αποκαλείται δ. το ιδίωμα που δεν ταυτίζεται με την εθνική γλώσσα. Ορισμένα από τα ερωτήματα που προβάλλονται κυρίως αφορούν τα ζητήματα αν το ιδίωμα, για το οποίο γίνεται λόγος, μεταδίδεται από την οικογένεια, τον δάσκαλο, αν χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή ή εκτός της εργασίας (και του παιχνιδιού), αν υπάρχει γραπτή μορφή του ή η χρήση του είναι μόνο προφορική. Παράλληλα, τίθενται ερωτήματα όπως: ποιες είναι οι αντιλήψεις για το ιδίωμα αυτό; Θεωρείται κατώτερο σε αξία, ως κάτι που δεν αποτελεί μέρος της καθημερινής ζωής; Με λίγα λόγια, ποια είναι η συμπεριφορά και η στάση των ανθρώπων απέναντι στο τοπικό ιδίωμα; Το πρόβλημα του κανονιστικού συστήματος συνδέεται με αυτές τις κοινωνικογλωσσολογικές εκτιμήσεις: όσο πιο συχνές είναι οι συναλλαγές μέσα σε μια περιοχή τόσο η δ. θα παρουσιάζει ομοιογενή μορφή ως φορέας επικοινωνίας. Σε κάποιες προνομιούχες περιπτώσεις δημιουργείται μια λογοτεχνική μορφή που προσδίδει γόητρο και ενότητα στην τοπική γλώσσα: έτσι τα σκοτσέζικα, αφού υπήρξαν κάποτε εθνική γλώσσα, έχασαν με τον καιρό αυτή την ιδιότητά τους, αλλά χρησιμοποιήθηκαν τον 18ο αι. από τον ποιητή Ρόμπερτ Μπερνς στα κείμενά του και σήμερα ορισμένοι ποιητές γράφουν στη λογοτεχνική σκοτσέζικη γλώσσα. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Φρεντερίκ Μιστράλ, γράφοντας τη Μιρέιγ, σφυρηλάτησε μια ενιαία νεότερη προβηγκιανή, αναβιώνοντας μία γλώσσα που είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον εκπαιδευτικό τομέα κατά τον Μεσαίωνα. Αντίστοιχα, ο Φριτς Ρόιτερ έγραψε στην κάτω γερμανική. σχηματισμός των δ. Δεν υπάρχει γλώσσα που να μην είναι διασπασμένη σε διαλεκτικές παραλλαγές ή που να μην έχει υποστεί διαφοροποιήσεις. Αυτό οφείλεται σε δύο βασικές αιτίες: πρώτον, γιατί κάθε μικροομάδα (χωριό ή και οικογένεια ακόμα) δημιουργεί ένα γλωσσικό ιδίωμα, με αφετηρία αντίθετες συνήθειες, οι οποίες συχνά έχουν αποκτήσει αξία ασυνείδητα και τη διαφοροποίησαν από μια άλλη ομάδα. Είναι γνωστό ότι κάθε κανονιστικό σύστημα έχει ένα περιθώριο ανοχής απέναντι σε αυτές τις παραλλαγές. Ωστόσο, ακόμα και αν εξαφανιστεί η κοινωνική συνάφεια (μετανάστευση, γάμοι έξω από την κοινότητα, πολιτική αλλαγή, τεχνική διαφοροποίηση), τα ιδιώματα θα εξελιχθούν με τρόπο που θα αποκλίνει όλο και περισσότερο από την αρχική τους μορφή, γεγονός που θα επιφέρει μία διαλεκτική κατάτμηση. Με λίγα λόγια, κάθε χαλάρωση των επαφών τείνει να επιφέρει μια γλωσσική διαφοροποίηση (αντίθετα, η σύσφιγξη των επαφών τείνει προς την ενοποίηση). Κατά δεύτερο λόγο, συμβαίνει συχνά σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή μία γλώσσα να επιβληθεί σε μία άλλη (ή να επιβληθεί σε ό,τι μένει από αυτήν ως φωνητικές συνήθειες, δηλαδή ως προφορά ή ως λεξιλόγιο ή ως συντακτικές δομές). Το γλωσσικό αυτό υπόβαθρο ονομάζεται υπόστρωμα. Οι διαφοροποιήσεις, λοιπόν, συντελούνται ανάλογα με το υπόστρωμα. Έτσι εξηγούνται ορισμένα χαρακτηριστικά των γερμανικών γλωσσών σε σχέση με άλλα μέλη της ινδοευρωπαϊκής ομάδας. Οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευση των διαφοροποιήσεων αυτών, δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο νεότερες μορφές που θα διαδοθούν ανάλογα με τις υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις και τις επικοινωνιακές οδούς. Οι εξελίξεις αυτές θυμίζουν, από ορισμένες απόψεις, το άπλωμα των κυμάτων. Οι ειδικοί διακρίνουν ζώνες ενεργητικές (όπου δημιουργούνται καινοτομίες, κυρίως από εξωγλωσσικά αίτια: διγλωσσία, αστική συγκέντρωση, πολιτική ή πολιτιστική ηγεμονία, οικονομική σημασία), ζώνες δεκτικές και τέλος ζώνες περιθωριακές, που είναι έντονα συντηρητικές. Σε ό,τι αφορά την ελληνική γλώσσα, ενεργητικές ζώνες συνιστούν οι περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων και κυρίως η περιοχή Αθήνας-Πειραιά, δεκτική ζώνη είναι σχεδόν όλη η ελληνική ύπαιθρος και περιθωριακές ζώνες η Κύπρος, η Κρήτη (σε μικρότερο βαθμό), οι ελληνόφωνες νησίδες της Νότιας Ιταλίας, η Καππαδοκία και o Πόντος (μέχρι το 1922). Όταν ένα έθνος βρίσκεται στο στάδιο του σχηματισμού του (συνειδητοποίηση από τα μέλη του ότι ανήκουν στην ίδια κοινότητα, διοικητικός συγκεντρωτισμός), τις περισσότερες φορές αναπτύσσεται μία εθνική γλώσσα είτε από μία δ. (η δ. francien της περιοχής Ιλ ντε Φρανς στη Γαλλία και η τοσκανική στην Ιταλία έδωσαν τις αντίστοιχες εθνικές γλώσσες, γαλλική και ιταλική) είτε από μία κοινή γλώσσα που σχηματίστηκε από πολλές δ. (όπως η νεοελληνική που σχηματίστηκε με βάση τη δυτικοπελοποννησιακή δ., επτανησιακά ιδιώματα και την αστική γλώσσα της Κωνσταντινούπολης) είτε, τέλος, από την εξέλιξη μιας δ. που χρησιμοποιήθηκε ως γλώσσα της διοίκησης. Έτσι στην Αγγλία σχηματίστηκε μία διοικητική κοινή με βάση τη δυτικοσαξονική δ., αλλά η σύγχρονη αγγλική γλώσσα προέρχεται βασικά από την αγγλιανή δ. Η γερμανική γλώσσα προέρχεται από τη δ. της μαρκιονίας του Μάισεν (Σαξονία), που ήταν μια ζώνη γερμανικού αποικισμού και ανάμειξης. Αυτή τη δ. χρησιμοποίησε αργότερα ο Λούθηρος για τη μετάφραση της Βίβλου (το 1534). Η μετάφραση αυτή διαδόθηκε και διαδραμάτισε στη συνέχεια σημαντικότατο πολιτικό και πολιτιστικό ρόλο. Το συμπέρασμα είναι ότι σε μια χώρα που διαθέτει εθνική γλώσσα οι δ. δεν αντιπροσωπεύουν μια παραφθαρμένη γλωσσική κατάσταση, αλλά απλώς μία αρχαιότερη μορφή της γλώσσας, η οποία διατηρεί χαρακτηριστικά που σε άλλα μέρη έχουν εξαφανιστεί. Η στάση που τηρεί μια εθνική κοινότητα απέναντι στις δ. μπορεί να διαφέρει σε μεγάλο βαθμό: πρώτον, γιατί ορισμένες χώρες έχουν λίγες διαλεκτικές διαφορές, αλλά και γιατί, σύμφωνα με την ιστορία της χώρας, οι δ. μπορεί να θεωρούνται εμπόδιο ή αναπόσπαστο μέρος της ζωής του κοινωνικού συνόλου. Έτσι στη Γαλλία για μακρό χρονικό διάστημα οι δ. διώκονταν εξαιτίας μιας συγκεντρωτικής και καθαρευουσιάνικης παράδοσης, η οποία δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ένα καταναγκαστικό σύστημα στο σχολείο. Στην Ιταλία ή στη Γερμανία, αντίθετα, όπου η εθνική ενότητα είναι πιο πρόσφατη, οι δ. όχι μόνο είναι ανεκτές αλλά και αναγνωρισμένες, αποδεκτές και αποτελούν ακόμα αντικείμενο υψηλής εκτίμησης. Το ίδιο συμβαίνει στη Νορβηγία, όπου η νεονορβηγική γλώσσα, η nynorsk, δημιουργήθηκε τον 19ο αι. με βάση διάφορες δ. γλωσσογεωγραφία. Επιστημονικός κλάδος που έχει ως στόχο να παρατηρήσει τις τοπικές διαφορές ενός γλωσσικού φαινομένου (φωνητικού, μορφολογικού, συντακτικού, λεξικολογικού), να μελετήσει την κατανομή των δεδομένων που έχουν συγκεντρωθεί και να καταρτίσει, με βάση τα δεδομένα αυτά, έναν χάρτη ή μια σειρά από χάρτες, ώστε να επιτραπεί η ερμηνεία αυτής της κατανομής. Οι πρώτες γλωσσογεωγραφικές έρευνες χρονολογούνται από το 1876, όταν ο Γκεόργκ Βένκερ δημοσίευσε τον Γερμανικό Γλωσσικό Άτλαντα, ο οποίος βασίστηκε στη μετάφραση 40 φράσεων στα τοπικά γερμανικά ιδιώματα που ανατέθηκε σε διάφορους δημοδιδάσκαλους (ο Βένκερ έλαβε 44.251 απαντήσεις που προέρχονταν από 40.376 περιοχές). Τη μελέτη του Βένκερ ακολούθησε στις αρχές του 20ού αι. ο Γλωσσικός Άτλας της Γαλλίας των Ζιλιερόν και Εντμόν. Στην Ιταλία, με τον Μπάρτολι και τον Τερατσίνι αναπτύχθηκε μια γλωσσολογία του χώρου, που απέβλεπε στην ερμηνεία της εξέλιξης των γλωσσών καταφεύγοντας στη θεωρία των πεδίων και της ενέργειας των υποστρωμάτων και των επιστρωμάτων. Ο όρος υπόστρωμα περιγράφει τη διαδικασία κατά την οποία διαπιστώνεται σε μία γλώσσα Α ένα σύνολο τροποποιήσεων που προέρχεται από ένα γλωσσικό ιδίωμα Β, το οποίο προϋπήρχε της γλώσσας Α στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, αλλά αντικαταστάθηκε από αυτήν. Υπόστρωμα ονομάζονται είτε τα απομεινάρια του ιδιώματος Β είτε το ίδιο το ιδίωμα Β. Όταν μία γλώσσα Β έρχεται να επικαλύψει σε μια δεδομένη έκταση μία γλώσσα Α που ομιλείται στην περιοχή αυτή, τότε γίνεται λόγος για επίστρωμα, αν η γλώσσα Β εξαφανιστεί αφήνοντας ίχνη της επίδρασής της πάνω στη γλώσσα Α. Έτσι, λέγεται συχνά ότι η γαλλική γλώσσα δέχτηκε την επίδραση ενός γαλατικού υποστρώματος και ενός γερμανικού επιστρώματος. Όταν υπάρχει επαφή μεταξύ δύο γειτονικών γλωσσών και η μία από αυτές τροποποιεί την άλλη, πρόκειται για το αποκαλούμενο φαινόμενο του παράλληλου στρώματος. O καταρτισμός ενός γλωσσικού χάρτη γίνεται είτε ξεκινώντας από ένα ερωτηματολόγιο που έχει προηγουμένως διαμορφωθεί και διερευνά τον τομέα της φωνητικής, του λεξιλογίου, της μορφολογίας ή ακόμα (σπανιότερα όμως) και της σύνταξης, είτε ξεκινώντας από επιτόπιες καταγραφές υλικού, το οποίο αντλείται από συζητήσεις με πληροφοριοδότες. Από τις έρευνες αυτές προκύπτουν πάρα πολλά προβλήματα τεχνικής φύσης, παρόμοια με εκείνα που θέτει κάθε είδους δειγματοληψία. Η απάντηση για κάθε φαινόμενο που μελετά η έρευνα μεταφέρεται πάνω σε έναν χάρτη και έτσι χαράσσονται πεδία σχετικά ομοιογενή, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από γλωσσικά όρια που αποκαλούνται ισόγλωσσα. Μία ισόγλωσση γραμμή, στην αυστηρή έννοια του όρου, ενώνει τα σημεία ενός χάρτη όπου παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο. Γενικότερα, ισόγλωσσο καλείται το ακραίο όριο της έκτασης ενός φαινομένου (η ισόγλωσση γραμμή λοιπόν δεν περνά ανάμεσα από δύο χώρους, αλλά ανήκει σε έναν από τους χώρους όπως τους έχουμε περιγράψει). Η επιλογή, όμως, μίας ορισμένης ισόγλωσσης ως προνομιούχας που θα ορίσει μία περιοχή δημιουργεί δύσκολα θεωρητικά προβλήματα. Πραγματικά, το ερωτηματολόγιο (και γενικότερα η γλωσσική έρευνα) οδηγεί συχνά στη συγκέντρωση ετερογενών δεδομένων, τα οποία παραβλέπονται, παρά τις έντονες και έκδηλες αντιθέσεις, οδηγώντας σε αποκλεισμό των μεταβατικών φαινομένων και συνακόλουθα στη συγκέντρωση μεμονωμένων στοιχείων και όχι στην κατάρτιση ενός χάρτη των φαινομένων μέσα στο δομικό τους σύστημα (φωνολογικά συστήματα, συντακτικές αντιθέσεις κλπ.). Μόνο η τελευταία αυτή ενέργεια θα επέτρεπε την αναπαράσταση της κλιμάκωσης των χρονολογικών σταδίων, δηλαδή της εξέλιξης μιας γλώσσας. Ας σημειωθεί ότι οι σύγχρονες γλωσσογεωγραφικές (διαλεκτολογικές) έρευνες μελετούν τα φωνολογικά συστήματα (π.χ. στη Σκοτία της Αγγλίας, στην Αλσατία της Γαλλίας) ή ορισμένα συντακτικά φαινόμενα (όπως τον αόριστο σε –ς στη Σουηδία). Παρ’ όλα αυτά, το κύριο βάρος της έρευνας επικεντρώνεται ακόμα στο λεξιλόγιο: είναι αλήθεια ότι μελέτες του είδους αυτού δεν είναι καθόλου αμελητέες, γιατί συμβάλλουν στη διάδοση της ιστορίας των υλικών πολιτισμών (τεχνική, εθνοβοτανική, εθνοζωολογία, λαογραφία, αλιεία, γεωργία, μαγειρική κλπ.). Οι λεξικογεωγραφικές μελέτες επιτρέπουν επίσης τον προσδιορισμό των εσωτερικών παραγόντων της γλωσσικής εξέλιξης, προσδιορίζοντας τη διάδοση των όρων του πολιτισμού. Έτσι, έχει εξακριβωθεί η σημασία των όρων της εκκλησιαστικής διοικητικής περιφέρειας, της κοινότητας, της οικονομικής ισχύος ενός τόπου, των οδών, των φυσικών εμποδίων κλπ. Συνεπώς, είτε πρόκειται για τη μελέτη των γλωσσικών συστημάτων (εσωτερικά προβλήματα) είτε για τη μελέτη της εξωτερικής αιτιολογίας, η γλωσσογεωγραφία, που στηρίζεται σε βοηθητικούς επιστημονικούς κλάδους όπως είναι η τοπωνυμιολογία ή η υδρωνυμία (μελέτη των ονομάτων των υδάτινων επιφανειών), παρέχει σε πάρα πολλές περιπτώσεις τη βάση για την ιστορία μιας γλώσσας· επιτρέπει την αναγνώριση της διαδικασίας που ακολουθούν οι γλωσσικές καινοτομίες, από την αφετηρία έως τη διάδοσή τους, την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συντελούνται οι δανεισμοί, τον εντοπισμό των περιθωριακών ζωνών, των ζωνών γλωσσικής καινοτομίας και των ζωνών που είναι δεκτικές στις γλωσσικές επιδράσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο ορισμένοι γλωσσολόγοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις μεθόδους και τις αρχές της γλωσσογεωγραφίας στις νεκρές γλώσσες, κυρίως στον ινδοευρωπαϊκό τομέα. διαλεκτολογία. Γλωσσολογικός κλάδος που ασχολείται με την περιγραφή (και την ιστορία) των σύγχρονων δ. Η διαλεκτολογία (αν δεν λάβουμε υπόψη ορισμένα προγενέστερα έργα όπου περιγράφονται επαρχιακές γλωσσικές παραλλαγές) γεννήθηκε τον 19ο αι. (βλ. παραπάνω γλωσσογεωγραφία). Την ίδια εποχή, μαζί με το ενδιαφέρον για την ιστορική γλωσσολογία, αναπτύχθηκε και το ενδιαφέρον για τη λαογραφία. Η σύγχρονη γερμανική γλώσσα προέρχεται από την υιοθέτηση μιας τοπικής διαλέκτου της Σαξονίας από τον Λούθηρο, για τη μετάφρασή του στη «Βίβλο». Στα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας, παρά την ύπαρξη μιας επίσημης γλώσσας, αγγλικής (κυρίως), γαλλικής ή ολλανδικής, η πλειοψηφία του πληθυσμού χρησιμοποιεί τοπικές διαλέκτους. Στα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας, παρά την ύπαρξη μιας επίσημης γλώσσας, αγγλικής (κυρίως), γαλλικής ή ολλανδικής, η πλειοψηφία του πληθυσμού χρησιμοποιεί τοπικές διαλέκτους.
* * *
η (Α διάλεκτος)
νεοελλ.
1. γλωσσικό ιδίωμα ενός τόπου
2. γλώσσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι ορισμένης κατηγορίας ή επαγγελματικής ομάδας
αρχ.-μσν.
η γλώσσα ενός έθνους
αρχ.
1. ομιλία, συνομιλία
2. συζήτηση
3. η ομιλούμενη γλώσσα
4. έναρθρος λόγος
5. ο τρόπος προφοράς ή ομιλίας
6. ύφος
7. η ποιότητα ή το χρώμα τού ήχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λεκτός < λέγω* με τη σημ. «λέω, μιλώ» πρβλ. διαλέγομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διάλεκτος — discourse fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάλεκτος — η η γλωσσική διαφοροποίηση μιας γλώσσας από τόπο σε τόπο, το γλωσσικό ιδίωμα: Η ποντιακή διάλεκτος ήταν η γλώσσα των προγόνων μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • τσακωνική διάλεκτος — Η διάλεκτος των σημερινών Τ. είναι ιδιόρρυθμη, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Είναι η μόνη από τις νεοελληνικές διαλέκτους η οποία δεν προέρχεται από την αττική, όπως όλες οι άλλες, αλλά απευθείας από τη λακωνική, της οποίας αποτελεί συνεχή και… …   Dictionary of Greek

  • παμφυλιακή διάλεκτος — Η διάλεκτος της αρχαίας Π., κράμα αρχαϊκών και δωρικών λέξεων καθώς και βαρβαρικών της Μικράς Ασίας. Πολλοί γλωσσολόγοι την εντάσσουν στην ομάδα των αχαϊκών διαλέκτων, στην οποία ανήκε και η αρχαία αρκαδική και η κυπριακή. Άλλοι πάλι τη θεωρούν… …   Dictionary of Greek

  • ποντιακή διάλεκτος — Bλ. λ. Πόντος …   Dictionary of Greek

  • αμχαρική ή αμαρική γλώσσα — Διάλεκτος που ομιλείται στην επαρχία Αμχάρα της Αιθιοπίας. Η διάδοσή της άρχισε τον 13ο αι. μ.Χ. και γρήγορα υποκατέστησε την αιθιοπική, που χρησιμοποιείται τώρα μόνο στους εκκλησιαστικούς ύμνους. Η α. είναι, μαζί με την αραβική, η πιο… …   Dictionary of Greek

  • διαλέκτοις — διάλεκτος discourse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλέκτου — διάλεκτος discourse fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλέκτους — διάλεκτος discourse fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”